κύκλευμα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ατος, τό,
A water-wheel, PSI1.77.18 (vi A.D.).
Greek Monolingual
κύκλευμα, τὸ (Μ) κυκλεύω
1. τροχός του νερόμυλου
2. κυκλοτερής διαδρομή
3. περιπλανητική διαδρομή.