μηκωνῖτις
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ίτιδος, ἡ,
A = πέπλος, spurge, Gal.19.22. II like a poppy, name of a precious stone, Plin.HN37.173.
German (Pape)
[Seite 172] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, = μηκωνίς, Sp.
Greek Monolingual
μηκωνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
το θαμνώδες φυτό πέπλος ή πεπλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα -ῖτις (πρβλ. δαφν-ίτις, καπν-ίτις)].