μηχανόβιος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

-α, -ο- φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος].