μηχανόβιος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-α, -ο- φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσόβιος].