μητρογάμος
From LSJ
ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A one guilty of such incest, Arg.Man.post Max.p.98 L.
Greek (Liddell-Scott)
μητρογάμος: ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5.
Greek Monolingual
μητρογάμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρο-γάμος.