Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Full diacritics: μόρμυλος | Medium diacritics: μόρμυλος | Low diacritics: μόρμυλος | Capitals: ΜΟΡΜΥΛΟΣ |
Transliteration A: mórmylos | Transliteration B: mormylos | Transliteration C: mormylos | Beta Code: mo/rmulos |
ὁ, A = μορμύρος, Dorio ap.Ath.7.313e; μορμύλος Opp.H. 1.100 codd.
μόρμυλος και μορμύλος, ὁ (Α)
μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος, με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -λ-].