μόρμυλος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρμυλος Medium diacritics: μόρμυλος Low diacritics: μόρμυλος Capitals: ΜΟΡΜΥΛΟΣ
Transliteration A: mórmylos Transliteration B: mormylos Transliteration C: mormylos Beta Code: mo/rmulos

English (LSJ)

ὁ, = μορμύρος, Dorio ap.Ath.7.313e; μορμύλος Opp.H. 1.100 codd.

Greek Monolingual

μόρμυλος και μορμύλος, ὁ (Α)
μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος, με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -λ-].