μεσήμερον

From LSJ
Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήμερον Medium diacritics: μεσήμερον Low diacritics: μεσήμερον Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: mesḗmeron Transliteration B: mesēmeron Transliteration C: mesimeron Beta Code: mesh/meron

English (LSJ)

τό, Adv. acc., at midday Gloss.

Greek Monolingual

μεσήμερον, τὸ (Α)
η μεσημβρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)].