ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-έςαυτός που πάσχει από μορφινομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomane (< μορφίνη + -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].