μισθαρνώ
Greek Monolingual
(Α μισθαρνῶ, -έω)
μίσθαρνος
1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.)
2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για πόρνη ή κίναιδο) προσφέρω το σώμα μου αντί πληρωμής, εκπορνεύομαι
2. φρ. α) «οἱ μισθαρνοῦν
τες τῶν ῥητόρων» — συνήγοροι ή κατήγοροι στα δικαστήρια οι οποίοι έπαιρναν αμοιβή
β) «μισθαρνῶ παρά τινος»
' πληρώνομαι από κάποιον.