Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
[Seite 111] att. = μεθαρμόζω, Luc.
att. c. μεθαρμόζω.
Étymologie: μετά, ἁρμόττω.
μεθαρμόττω (Α) (αττ. τ.) βλ.μεθαρμόζω.
μεθαρμόττω: атт. = μεθαρμόζω.