μεγαλόστηθος

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόστηθος Medium diacritics: μεγαλόστηθος Low diacritics: μεγαλόστηθος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΤΗΘΟΣ
Transliteration A: megalóstēthos Transliteration B: megalostēthos Transliteration C: megalostithos Beta Code: megalo/sthqos

English (LSJ)

ον, = μεγαλόστερνος (broad-chested), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στῆθος, Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα στῆθος, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόστηθος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στήθος.