λεμβώδης
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ες,
A like a λέμβος 11.2, πλοῖον Arist.IA710a31.
German (Pape)
[Seite 28] ες, von der Gestalt eines λέμβος, πλοῖον Arist. incess. anim. 10.
Greek (Liddell-Scott)
λεμβώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.
Greek Monolingual
λεμβώδης, -ῶδες (Α) λέμβος
αυτός που κατά το σχήμα μοιάζει με λέμβο.
Russian (Dvoretsky)
λεμβώδης: ладьеобразный, как у ладьи (πλοίου πρῷρα Arst.).