Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Λιβύηθε(ν) και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α)
επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λυκίη-θεν, Σπάρτη-θεν)].