λιθογλύπτης
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sculptor in stone, Gloss.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinschneider, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλύπτης: -ου, ὁ, λιθοξόος, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12.
Greek Monolingual
ο (Α λιθογλύπτης)
λιθογλύφος, λιθοξόος
νεοελλ.
ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική.