λιθέμπορος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ὁ,
A stone-merchant, IG14.2247 (Picenum), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).
Greek Monolingual
λιθέμπορος, ὁ (Α)
έμπορος λίθων.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Full diacritics: λῐθέμπορος | Medium diacritics: λιθέμπορος | Low diacritics: λιθέμπορος | Capitals: ΛΙΘΕΜΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: lithémporos | Transliteration B: lithemporos | Transliteration C: lithemporos | Beta Code: liqe/mporos |
ὁ,
A stone-merchant, IG14.2247 (Picenum), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).
λιθέμπορος, ὁ (Α)
έμπορος λίθων.