λιθέμπορος
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ὁ, stone-merchant, IG14.2247 (Picenum), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).
Greek Monolingual
λιθέμπορος, ὁ (Α)
έμπορος λίθων.