λιποκύτταρο

From LSJ
Revision as of 14:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

το
βιολ. κύτταρο του ερειστικού ιστού εξειδικευμένο στη σύνθεση και στην αποθήκευση μεγάλων λιποσωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipocyte < lip(o)- (< λίπος) + cyte (< κύτταρο)].