λιποκύτταρο
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
το
βιολ. κύτταρο του ερειστικού ιστού εξειδικευμένο στη σύνθεση και στην αποθήκευση μεγάλων λιποσωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipocyte < lip(o)- (< λίπος) + cyte (< κύτταρο)].