λοφοποιός

From LSJ
Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφοποιός Medium diacritics: λοφοποιός Low diacritics: λοφοποιός Capitals: ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lophopoiós Transliteration B: lophopoios Transliteration C: lofopoios Beta Code: lofopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A crest-maker, Ar.Pax 545.

Greek (Liddell-Scott)

λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.

Greek Monolingual

λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.