λογώ

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) λόγος
νεοελλ.
λογαριάζω, στοχάζομαι
αρχ.
1. επιθυμώ να ομιλώ
2. πιθ. υπολογίζω.
(II)
λογώ, -όω (Α) λόγος
1. εισάγω τον λόγο σε κάτι
2. καθιστώ κάτι συμμετρικό
3. μέσ. λογοῡμαι, -όομαι
α) είμαι λογικός
β) γίνομαι μέτοχος του Θείου Λόγου.