λύκοψις

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκοψις Medium diacritics: λύκοψις Low diacritics: λύκοψις Capitals: ΛΥΚΟΨΙΣ
Transliteration A: lýkopsis Transliteration B: lykopsis Transliteration C: lykopsis Beta Code: lu/koyis

English (LSJ)

and λύκοψος, vv. ll. for λυκαψός in Dsc.4.26.

Greek (Liddell-Scott)

λύκοψις: ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = λύκαψος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lycopsis (c. λύκαψος);
2 pê autre nom de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: λύκος, ὄψομαι.

Greek Monolingual

(I)
λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. λύκαψος.
(II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.