ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
και μαθητεύτρα, ηδασκάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- του μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. -(εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε -εύω (πρβλ. δουλεύ-τρα)].