μακρόχρονος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχρονος: -ον, = μακροχρόνιος, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 744.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακρόχρονος, -ον)
μακροχρόνιος
νεοελλ.
(για φθόγγο ή συλλαβή) μακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + χρόνος (πρβλ. πολύ-χρονος)].