μελάμπετρος

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπετρος Medium diacritics: μελάμπετρος Low diacritics: μελάμπετρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: melámpetros Transliteration B: melampetros Transliteration C: melampetros Beta Code: mela/mpetros

English (LSJ)

ον,

   A with black rocks, Philet. 24.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.

Greek Monolingual

μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.