μεμπτέος
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
α, ον,
A to be blamed, Gorg.Hel.19, A.D.Pron.49.13. II -τέον, one must blame, reject, Str.1.2.1, Sor.1.21, Plot.3.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μέμφομαι, ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, ἄξιος μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μεμπτέος, -α, -ον) μέμφομαι
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.