μεσόγεως

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source

German (Pape)

[Seite 138] ων, att. = μεσόγειος; ἐν τῷ τῶν μεσόγεων δεσμωτηρίῳ, Plat. Legg. X, 909 a, vulg. μεσογείων; poet. μεσσόγεως, Callim. Dian. 37.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. μεσόγαιος.
Étymologie: μέσος, γῆ.

Greek Monolingual

μεσόγεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόγειος.

Russian (Dvoretsky)

μεσόγεως: Plat. = μεσόγαιος I.