μεσόπλουτος

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόπλουτος Medium diacritics: μεσόπλουτος Low diacritics: μεσόπλουτος Capitals: ΜΕΣΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: mesóploutos Transliteration B: mesoploutos Transliteration C: mesoploutos Beta Code: meso/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].