μεταθανάτιος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τον θάνατο
2. φρ. «μεταθανάτια ζωή»
εκκλ.
ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή, η πνευματική, που ζούν οι ψυχές μετά τον θάνατο, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, αλλ. αιώνια ζωή, μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -θανάτιος (< θάνατος), πρβλ. επι-θανάτιος].