εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: χερσονομή | Medium diacritics: χερσονομή | Low diacritics: χερσονομή | Capitals: ΧΕΡΣΟΝΟΜΗ |
Transliteration A: chersonomḗ | Transliteration B: chersonomē | Transliteration C: chersonomi | Beta Code: xersonomh/ |
ἡ, in pl.,
A waste land used as pasture, PTeb.74.22 (ii B.C., prob.), Sammelb.5172.5.
ἡ, Α
στον πληθ. αἱ χερσονομαί
ακαλλιέργητες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + νομή.