μεταφωνία

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

η
γλωσσ. ποιοτική μεταβολή φωνήεντος υπό την επίδραση του φωνήεντος γειτονικής συλλαβής, λ.χ. έξαφνα > άξαφνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. metaphonie < meta- (βλ. μετα-) + -phonie (< φωνή)].