Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
μητρόπαις: ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα μήτηρ καὶ παῖς τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.
μητρόπαις, -αιδος, ἡ (ΑΜ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό-παις, ορνιθό-παις)].