χιδά
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
φρικτή, Hsch. χίδαδον· τὸ παιδίον, Id. (leg. χίδαλον· ἀντὶ τοῦ <κίδαλον>· τὸ αἰδοῖον).
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικτή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρν].