μόρφημα

From LSJ
Revision as of 15:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

το
γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα του λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας
ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpheme (< μορφή) + -eme (< -ημα) «μονάδα» (πρβλ. φώνημα, λέξημα, γράφημα κ.ά.)].