μολυβδῖτις
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.
German (Pape)
[Seite 200] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιθάργυρος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδῖτις: -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35.
Greek Monolingual
μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῑτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.