μισοπαθής

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

μισοπαθής, -ές (Α)
αυτός που μισεί τα πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -παθής(< πάθος), πρβλ. φιλο-παθής].