μνησικακώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ μνησικακεῑν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.