μισάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάνθρωπος Medium diacritics: μισάνθρωπος Low diacritics: μισάνθρωπος Capitals: ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: misánthrōpos Transliteration B: misanthrōpos Transliteration C: misanthropos Beta Code: misa/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A hating mankind, Phryn.Com. 3, Pl.Phd.89d, Lg.791d, Com.Adesp.143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.Tusc.4.11.25, Olymp.Vit.Pl.p.4 W.

German (Pape)

[Seite 189] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάνθρωπος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = μισανθρωπία, Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les hommes.
Étymologie: μισέω, ἄνθρωπος.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (ΑΜ μισάνθρωπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάνθρωπον
η μισανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄνθρωπος.———————— (II)
μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
βλ. μισοάνθρωπος.

Greek Monotonic

μῑσάνθρωπος: -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, μισάνθρωπος, σε Πλάτ.