μόναπος

Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, Paeonian name for βόνασος or βόλινθος, Arist.HA630a20:—written μόναιπος, Id.Mir.830a7; cf.

   A μόνωψ, μόνωτος 11.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

μόναπος: ὁ, Παιονικὸν ὄνομα τοῦ βονάσου ἤτοι ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. μόνωψ, μόνωτος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
taureau sauvage, bison européen, auroch, animal.
Étymologie: mot péonien.

Greek Monolingual

μόναπος και μόναιπος ὁ (Α)
παιονική ονομασία για τον βόνασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana- «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)].

Russian (Dvoretsky)

μόναπος: ὁ пэон. (= βόνασος) дикий бык, буйвол Arst.