μυρσίνα

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

English (Slater)

μυρςῐνα
   1 myrtle ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (cf. μύρτος) (I. 8.67)

Greek Monolingual

μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ)
η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε -α. Ο τ. μερσίνα, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].

Russian (Dvoretsky)

μυρσίνα: ἡ дор. = μυρρίνη.