Νηλεΐδης

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

Νηλεΐδης και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)
(επικ. τ.) ο γιος του Νηλέως, ο Νέστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Νηλεύς + κατάλ. -ίδης (πρβλ. Πηλε-ΐδης). Ο τ. Νηληϊάδης < νηλήϊος + κατάλ. -άδης (πρβλ. θαλαμ-ηιάδης)].