Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπλε

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ο, η, το
άκλ.
1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος
2. (το ουδ.) το μπλε
το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα
3. φρ. «τον έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τον έκανε μπλε από το ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό blao].