Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
[Seite 312] τό, nach den alten Erkl. = λύγος, s. das Vorige; Lycophr. 20 οὖσον, nach Schol. ion. für Flechtwerk, Taue.
impér. ao. Act. de φέρω.
οἶσον (Α) οίσος
(κατά τον Ησύχ.) «σχοινίον».
οἶσον: imper. aor. к φέρω.