Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
Full diacritics: μυρτία | Medium diacritics: μυρτία | Low diacritics: μυρτία | Capitals: ΜΥΡΤΙΑ |
Transliteration A: myrtía | Transliteration B: myrtia | Transliteration C: myrtia | Beta Code: murti/a |
ἡ, = μύρτος, Hsch.
[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Hesych.
μυρτία: «μυρσίνη, καὶ μυρτὶς» Ἡσύχ., κοινῶς «μυρτιά».
μυρτία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυρσίνη, και μυρτίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ία].