νεκταρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A like nectar, Gp.5.2.10.
German (Pape)
[Seite 238] ες, nektarartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκτᾰρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νέκταρ, Γεωπ. 2. 5, 10· γλεῦκος ἡδὺ νεκταρῶδες Νικήτ. Εὐγεν. 4. 123.
Greek Monolingual
νεκταρώδης, -ῶδες (Μ) νέκταρ
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.