χρυσεότευκτος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ον,
A = χρυσότευκτος (q. v.), Id.H.55.18.
German (Pape)
[Seite 1380] = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.