νουθετησμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Men.1042, censured by Poll.9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).
Greek Monolingual
νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].
Russian (Dvoretsky)
νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.