πενταετηρίδα
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek Monolingual
η / πενταετηρίς, -ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α
1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία
2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος
3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πέντε χρόνων
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τελείται ή αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε πέντε χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντ- + -ετηρίς (< -έτηρος < ἔτος), πρβλ. δεκα-ετηρίς / -ίδα].