περικρατύνω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
Μ κρατύνω
ενδυναμώνω, ενισχύω σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῦ... λόγῳ ἀληθεῑ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Μ κρατύνω
ενδυναμώνω, ενισχύω σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῦ... λόγῳ ἀληθεῑ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).