οπλόκτυπος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
ὁπλόκτυπος, -ον (Α)
(σχετικά με γη) αυτός που χτυπιέται, που αντηχεί από τις οπλές τών αλόγων («ἔτι δὲ γᾱς ἐμᾱς πεδί' ὁπλόκτυπ' ὠτὶ χρίμπτει βοάν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλή + κτύπος (πρβλ. χαλκόκτυπος)].